πνῖγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πνῖγος < πνίγω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πνῖγος, γενική: πνίγεος/πνίγους ουδέτερο
- που πνίγει λόγω της ζέστης
- (συνεκδοχικά) αποπνικτική ζέστη
- ※ ἐν γὰρ κοίλῳ χωρίῳ ὄντας καὶ ὀλίγῳ πολλοὺς οἵ τε ἥλιοι τὸ πρῶτον καὶ τὸ πνῖγος ἔτι ἐλύπει διὰ τὸ ἀστέγαστον
- Στοιβαγμένοι πολλοί μαζί σε μια στενή χαράδρα, μη έχοντας στέγη, υπόφεραν από τον ήλιο και την πνιγηρή ζέστη
- Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 7.87 greek-language.gr, μετάφραση: Άγγελος Βλάχος. ΣτΕ: Περιγραφή της κατάστασης των αιχμαλώτων στις Συρακούσες.
- ※ ἐν γὰρ κοίλῳ χωρίῳ ὄντας καὶ ὀλίγῳ πολλοὺς οἵ τε ἥλιοι τὸ πρῶτον καὶ τὸ πνῖγος ἔτι ἐλύπει διὰ τὸ ἀστέγαστον
- (ελληνιστική σημασία) όρος αναφερόμενος στο αρχαίο θέατρο: [1] → δείτε τη λέξη πνίγος (τμήμα της παράβασης στην αρχαία κωμωδία)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη πνίγω
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ στο Wilson, Nigel Guy (1975) Scholia in Aristophanis Acharnenses, Groningen: Forsten, 1975. (Sch.Ar.Ach.659)
Πηγές
[επεξεργασία]- πνῖγος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πνῖγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.