πολεμίστρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολεμίστρα < μεσαιωνική ελληνική πολεμίστρα < πολεμώ + -τρα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /po.leˈmi.stɾa/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πολεμίστρα θηλυκό
- άνοιγμα σε οχύρωμα ή τείχος, απ’ όπου πολεμά ο αμυνόμενος
- (σπάνιο) άλλη μορφή του πολεμίστρια