πολυδιεργασία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυδιεργασία οι πολυδιεργασίες
      γενική της πολυδιεργασίας των πολυδιεργασιών
    αιτιατική την πολυδιεργασία τις πολυδιεργασίες
     κλητική πολυδιεργασία πολυδιεργασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πολυδιεργασία < πολυ- + διεργασία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multitasking

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πολυδιεργασία θηλυκό

Υπερώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]