πολυεπίπεδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]πολυεπίπεδος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που έχει πολλά επίπεδα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολυεπίπεδος