πομπός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πομπός οι πομποί
      γενική του πομπού των πομπών
    αιτιατική τον πομπό τους πομπούς
     κλητική πομπέ πομποί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πομπός < αρχαία ελληνική πομπός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πομπός αρσενικό

  1. (τηλεπικοινωνίες) πηγή που εκπέμπει σε οποιαδήποτε μορφή ένα μήνυμα με προορισμό έναν δέκτη
  2. (τηλεπικοινωνίες, δίκτυο υπολογιστών) ότι παράγει μήνυμα, σήμα, πληροφορία
    συντομογραφία: TX [1]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πομπός < πέμπω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πομπός αρσενικό

  1. οδηγός, συνοδός
  2. ακόλουθος
  3. κήρυκας, αγγελιοφόρος
  4. εκείνος που μεταφέρει κάτι (μπορεί και αντικείμενο, όχι μόνον μηνύματα), εκείνος με τον οποίο κάτι πέμπεται, αποστέλλεται



Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.