ποτηρέλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ποτηρέλι | τα | ποτηρέλια |
γενική | του | ποτηρελιού | των | ποτηρελιών |
αιτιατική | το | ποτηρέλι | τα | ποτηρέλια |
κλητική | ποτηρέλι | ποτηρέλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /po.tiˈɾe.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐τη‐ρέ‐λι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ποτηρέλι ουδέτερο
- (επτανησιακό ιδίωμα), (υποκοριστικό) το ποτηράκι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ποτηρέλι
→ δείτε τη λέξη ποτήρι |
Πηγές
[επεξεργασία]- Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 16.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -έλι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επτανησιακά ιδιώματα
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)