πουλ πουλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επιφώνημα
[επεξεργασία]πουλ πουλ
- (προφορικό) για τη συγκέντρωση των ορνίθων ή άλλων πουλιών
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πουλ πουλ
|