πούττος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πούττος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ποῦττος, μεγεθυντικό του πουττί

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πούττος αρσενικό

  • (ιδιωματικό) άλλη μορφή του πουττί / πουτί
    1. (κυπριακά) [1]
      ※  Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να παρουσιάσει και να σχολιάσει την εικαστική απόδοση του ποιήματος του Βασίλη Μιχαηλίδη «Το πάλιωμαν του βίλλου με τον πούττον» (1916).... Το ποίημα αφορά στην πάλη/διάλογο μεταξύ του ανδρικού μορίου (βίλλου) και του γυναικείου αιδοίου (πούττου)
      Ευριπίδης Ζαντίδης, Βωμολοχίες και αθυροστομία στον λαϊκό λογοτεχνικό λόγο της Κύπρου: «Το πάλιωμαν» του Βασίλη Μιχαηλίδη ως εικαστική εγκατάσταση, Ιόνιο Πανεπιστήμιο Τμήμα Τεχνών Ήχου και Εικόνας, 2017 [2]
    2. (ιδιωματικό, Εύβοια)
      ※  Ο κόσμος χάνεται τσ' ο πούττος λούζεται
      Εύβοια, 1951, παροιμίες, Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας [3]
    3. (ιδιωματικό, Χίος)
      ※  γιὰ τίνα τὸν ἐφίλαγες,[sic], φυλάγω κόρη, τὸν ποῦττον τοῦτον
      γιὰ τὰ μὲ τὸν κουδουνᾶτον καὶ τὸν διπλοκουδουνᾶτον
      Philip P. Argenti, H. J. Rose, κεφάλαιο: Medieval Chios στο The Folk-lore of Chios, Vol. 1, Cambridge, 1949 [4]

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Χατζηιωάννου, Κ., Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου. Ιστορία ερμηνεία και φωνητική των λέξεων με τοπωνυμικό παράρτημα, Λευκωσία 22000
  2. 2,0 2,1 Sitzungsberichte, Volume 132, Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften, 1895, σελ. 74 [1]