πράσο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πράσσω
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πράσο τα πράσα
      γενική του πράσου των πράσων
    αιτιατική το πράσο τα πράσα
     κλητική πράσο πράσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πράσα
μαγειρεμένα πράσα
Wikipedia logo
Wikipedia logo
Η Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πράσο < αρχαία ελληνική πράσον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πράσο ουδέτερο

  1. (λαχανικό) ποώδες, διετές, ιθαγενές φυτό που ανήκει στο γένος Άλλιο της οικογένειας των Λειριοειδών, χρησιμοποιείται στην μαγειρική και συγγενεύει με το κρεμμύδι
  2. (ειδικότερα) το στέλεχος του φυτού αυτού χωρίς το βολβό
  3. (συνήθως στον πληθυντικό)
    1. (συνεκδοχικά, γαστρονομία) το φαγητό που γίνεται με πράσα
    2. (μεταφορικά) μαλλιά ίσια

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]