προάγω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προάγω < αρχαία ελληνική προάγω < πρό + ἄγω
Ρήμα
[επεξεργασία]προάγω και προάγομαι
- φροντίζω για την ανάπτυξη μιας σχέσης, συνήθως εμπορικής, πολιτιστικής, διμερούς κ.λπ.
- Με αυτές τις εμπορικές συμφωνίες προάγονται και οι πολιτικές και πολιτισμικές σχέσεις των δύο κρατών
- αναβαθμίζω, προωθώ, προβιβάζω
- Προάγεται ένας μαθητής σε μια τάξη του σχολείου/Προάγεται σε διευθυντή ο υποδιευθυντής/Προάγεται σε συνταγματάρχη ο ταγματάρχης κ.λπ.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- νεοπροαχθείς
- → δείτε τις λέξεις προ και άγω