προγνωστικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προγνωστικό < ελληνιστική κοινή προγνωστικόν < αρχαία ελληνική προγνωστικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προγνωστικό ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προγνωστικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]προγνωστικό
- αιτιατική ενικού του προγνωστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του προγνωστικός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)