προγραφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προγραφή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προγραφή θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προγράφω, η δίωξη των πολιτικών αντιπάλων ή η καταδίκη τους χωρίς δίκη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προγραφή