προεπενδυτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προεπενδυτικός < προ- + επενδυτικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pre-investment)
Επίθετο[επεξεργασία]
προεπενδυτικός
- (οικονομία) που έχει σχέση με τη φάση ή τις διαδικασίες πριν από κάποια επένδυση ή αναφέρεται σ’ αυτές
- κόστος προεπενδυτικής μελέτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προεπενδυτικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)