προεργασία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προεργασία οι προεργασίες
      γενική της προεργασίας των προεργασιών
    αιτιατική την προεργασία τις προεργασίες
     κλητική προεργασία προεργασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προεργασία < προ- + εργασία, (μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Vorarbeit)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

προεργασία θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]