προκαπιταλιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προκαπιταλιστικός η προκαπιταλιστική το προκαπιταλιστικό
      γενική του προκαπιταλιστικού της προκαπιταλιστικής του προκαπιταλιστικού
    αιτιατική τον προκαπιταλιστικό την προκαπιταλιστική το προκαπιταλιστικό
     κλητική προκαπιταλιστικέ προκαπιταλιστική προκαπιταλιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προκαπιταλιστικοί οι προκαπιταλιστικές τα προκαπιταλιστικά
      γενική των προκαπιταλιστικών των προκαπιταλιστικών των προκαπιταλιστικών
    αιτιατική τους προκαπιταλιστικούς τις προκαπιταλιστικές τα προκαπιταλιστικά
     κλητική προκαπιταλιστικοί προκαπιταλιστικές προκαπιταλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προκαπιταλιστικός < προ- + καπιταλιστικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική precapitalistic)

Επίθετο[επεξεργασία]

προκαπιταλιστικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • προκαπιταλιστικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)