προμηθεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προμηθεύω < (ελληνιστική κοινήπρομηθεύομαι < αρχαία ελληνική προμηθής (προνοητικός) < πρό + μῆτις < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *meh₁- (μετρώ) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική pourvoir)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɾo.miˈθe.vo/

προμηθεύω (παθητική φωνή: προμηθεύομαι)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]