προνευστασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προνευστασμός < προνευστάζω, προνευστασ- + -μός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προνευστασμός αρσενικό
- (ναυτικός όρος, λόγιο) το σκαμπανέβασμα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- πρόνευση (Χρειάζεται διευκρίνιση: αν έχει διαφορά ο ορισμός (βλ. Δημητράκος))
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προνευστασμός
|