προορίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɾo.oˈɾi.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐ο‐ρί‐ζο‐μαι

προορίζομαι, π.αόρ.: προορίστηκα/-σθηκα, μτχ.π.π.: προορισμένος, (ενεργ.: προορίζω)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



προορίζομαι