προπλασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προπλασμός < μεσαιωνική ελληνική προπλασμός[1] < ελληνιστική κοινή προπλάσσω[2] < αρχαία ελληνική πρό + πλάσσω / πλάττω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προπλασμός αρσενικό
- (αγιογραφία, χριστιανισμός) το σκούρο χρώμα που απλώνεται πρώτο στην προς αγιογράφηση επιφάνεια
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προπλασμός
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ προπλασμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ προπλάσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αγιογραφία (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)