προσεχώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προσεχώς < ελληνιστική κοινή προσεχῶς < αρχαία ελληνική προσεχής

Επίρρημα

[επεξεργασία]

προσεχώς

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

προσεχώς ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο

  1. οι ταινίες που θα προβληθούν μελλοντικά σε κάποιον κινηματογράφο
  2. η αποσπασματική προβολή τμημάτων ταινίας που πρόκειται να προβληθεί
    προλαβαίνουμε, ακόμα δεν θα έχουν τελειώσει τα προσεχώς

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]