προσεχώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσεχώς < ελληνιστική κοινή προσεχῶς < αρχαία ελληνική προσεχής
Επίρρημα
[επεξεργασία]προσεχώς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προσεχώς ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο
- οι ταινίες που θα προβληθούν μελλοντικά σε κάποιον κινηματογράφο
- η αποσπασματική προβολή τμημάτων ταινίας που πρόκειται να προβληθεί
- προλαβαίνουμε, ακόμα δεν θα έχουν τελειώσει τα προσεχώς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσεχώς