προσηγορικόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]προσηγορικόν
- (ελληνιστική κοινή) ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του προσηγορικός
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- (γραμματική) προσηγορικόν ὄνομα
- → δείτε παράθεμα στο λήμμα προσηγορικός