προσηλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προσηλώνω < αρχαία ελληνική προσηλόω / προσηλῶ (καρφώνω) < πρός + ἧλος

προσηλώνω (παθητική φωνή: προσηλώνομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]