προστατευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προστατευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προστατεύω
Μετοχή
[επεξεργασία]προστατευμένος, -η, -ο
- που έχει προστασία
- Το σπίτι είναι καλά προστατευμένο: έχουμε κάγκελα, συναγερμό, σκύλο
- Εζησε πάντα προστατευμένη', γιατί πρώτα την είχαν σε γυάλα οι γονείς της και μετά ανέλαβε ο άντρας της
- προστατευμένο σπορείο/προστατευμένος' υπολογιστής
- → δείτε τη λέξη προστατεύω