προσωποληψία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσωποληψία < (ελληνιστική κοινή) προσωποληψία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προσωποληψία θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του προσωπολήπτη
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη μεροληψία
- ρουσφετολογία
Αντώνυμα
[επεξεργασία]- απροσωποληψία
- → δείτε τη λέξη αμεροληψία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσωποληψία
|