προτάσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προτάσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προτάσσω < προ- + τάσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *taǵ-

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɾoˈta.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐τάσ‐σω

προτάσσω, αόρ.: προέταξα, παθ.φωνή: προτάσσομαι, π.αόρ.: προτάχθηκα, μτχ.π.π.: προτεταγμένος

  1. τοποθετώ κάτι πιο μπροστά από κάτι άλλο
    ※  Ἐν τῇ συλλογῇ ταύτῃ προτάσσονται ὀκτὼ ᾄσματα διεκτραγῳδοῦντα τὴν καταστροφὴν τῶν Σουλιωτῶν, ὧν ἡ πατρὶς ὑπῆρξεν ἡ πρώτη ἑστία τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως, τὰ ὁποῖα ἐνέπνευσαν εἰς τὸν ποιητὴν τὰ Voyages en Grèce τοῦ Πουκεβίλ.
    Σπυρίδων Σακελλαρόπουλος, {{s|Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1889/Φιλέλλην ποιητής ελησμονημένος|Φιλέλλην ποιητής ελησμονημένος]], στο Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1889
  2. (μεταφορικά) δίνω σε κάτι προτεραιότητα

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προτάσσω < προ- + τάσσω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

προτάσσω

  1. τοποθετώ ως πρώτο
  2. προτιμώ
  3. ορίζω ή καθορίζω εκ των προτέρων
  4. (στην παθητική φωνή) στέκομαι μπροστά από κάποιον έτσι ώστε να τον προστατεύω, να τον προασπιστώ
  5. (στη μέση φωνή) τοποθετώ μπροστά
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 6, 4.10
    ἔπειτα δέ, ἅτε καὶ πεδίου ὄντος τοῦ μεταξύ, προετάξαντο μὲν τῆς ἑαυτῶν φάλαγγος οἱ Λακεδαιμόνιοι τοὺς ἱππέας, ἀντετάξαντο δ᾽ αὐτοῖς καὶ οἱ Θηβαῖοι τοὺς ἑαυτῶν.
    Σαν να μην έφταναν αυτά, καθώς το έδαφος ανάμεσα στις δυο στρατιές ήταν πεδινό, οι Λακεδαιμόνιοι τοποθέτησαν μπρος από τη φάλαγγά τους το ιππικό τους, κι οι Θηβαίοι από τ᾽ άλλο μέρος το δικό τους.
    Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
  6. (στη μέση φωνή) θέτω ως παράδειγμα, θέτω ως σκοπό μου
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Σοφιστήςw, 218e @scaife.perseus
    Τί δῆτα προταξαίμεθ' ἂν εὔγνωστον μὲν καὶ σμικρόν, λόγον δὲ μηδενὸς ἐλάττονα ἔχον τῶν μειζόνων;
    Θέλεις λοιπόν να προτάξωμεν ένα ευνόητον και μικρόν ζήτημα, το οποίον όμως δεν έχει μικρότερον ορισμόν από κανέν από τα δύσκολα;
    Μετάφραση (1910): Κυριάκος Ζάμπας

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]