προφέρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προφέρω < αρχαία ελληνική προφέρω < προ- + φέρω (φέρνω μπροστά)
Ρήμα
[επεξεργασία]προφέρω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρθρώνω λέξεις