προχειροδουλειά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προχειροδουλειά | οι | προχειροδουλειές |
γενική | της | προχειροδουλειάς | των | προχειροδουλειών |
αιτιατική | την | προχειροδουλειά | τις | προχειροδουλειές |
κλητική | προχειροδουλειά | προχειροδουλειές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]προχειροδουλειά < πρόχειρ(ος) + δουλειά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προχειροδουλειά θηλυκό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- δουλειά του ποδαριού
- στο γόνατο
- ξεπέταμα, ξεπέτα
- γονατογραφία, γονατογράφημα (ειρωνικά)
- → δείτε και τη λέξη προχειρολογία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προχειροδουλειά
|