πρωία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Πρωία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρωία οι πρωίες
      γενική της πρωίας των πρωιών
    αιτιατική την πρωία τις πρωίες
     κλητική πρωία πρωίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρωία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πρωΐα[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɾoˈi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρω‐ί‐α

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πρωία θηλυκό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]