πρωταγωνίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρωταγωνίστρια < πρωταγωνιστής + -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρωταγωνίστρια θηλυκό
- θηλυκό του πρωταγωνιστής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν άλλη λέξη για αυτό το γένος σε αυτό το λήμμα δείτε: πρωταγωνιστής
πρωταγωνίστρια
|