πρωτονοτάριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Πρωτονοτάριος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρωτονοτάριος οι πρωτονοτάριοι
      γενική του πρωτονοτάριου
πρωτονοταρίου
των πρωτονοτάριων
πρωτονοταρίων
    αιτιατική τον πρωτονοτάριο τους πρωτονοτάριους
πρωτονοταρίους
     κλητική πρωτονοτάριε πρωτονοτάριοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρωτονοτάριος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική πρωτονοτάριος < πρωτο- + νοτάριος[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɾo.to.noˈta.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρω‐το‐νο‐τά‐ρι‐ος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πρωτονοτάριος αρσενικό

  1. (ιστορία, αξίωμα) πολιτικό αξίωμα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία
  2. (εκκλησιαστικός όρος) αξιωματούχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, υπεύθυνος γραμματείας

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρωτονοτάριος < (άμεσο δάνειο) υστερολατινική protonotarius < αρχαία ελληνική πρῶτος (πρωτο-) + λατινική notarius (γραμματέας)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πρωτονοτάριος αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]