πταισματοδικείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πταισματοδικείο ουδέτερο
- (νομικός όρος) κατώτερο δικαστήριο που εκδικάζει ελαφρά παραπτώματα (πταίσματα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις πταισματοδίκης, πταίσμα και δίκη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πταισματοδικείο