πτερωτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
πτερωτά < πτερωτός
Επίρρημα[επεξεργασία]
πτερωτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πτερωτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πτερωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πτερωτό