πτωχεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πτωχεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πτωχεύω < πτωχός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ptoˈçe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πτω‐χεύ‐ω

πτωχεύω, αόρ.: πτώχευσα (χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη φτωχός

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πτωχεύω < πτωχ(ός) + -εύω

πτωχεύω

  1. είμαι ή γίνομαι ζητιάνος, ζητιανεύω
  2. είμαι φτωχός σαν ζητιάνος