πυγμαχώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πυγμαχῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πυγμαχώ < αρχαία ελληνική πυγμαχέω / πυγμαχῶ < πυγμάχος < πυγμή + μάχη

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /piɣ.maˈxo/

πυγμαχώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]