πυκνομετρώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυκνομετρώ < πυκνόμετρο + -ώ
Ρήμα[επεξεργασία]
πυκνομετρώ
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πυκνομετρώ | πυκνομετρούσα | θα πυκνομετρώ | να πυκνομετρώ | πυκνομετρώντας | |
β' ενικ. | πυκνομετρείς | πυκνομετρούσες | θα πυκνομετρείς | να πυκνομετρείς | (πυκνομέτρει) | |
γ' ενικ. | πυκνομετρεί | πυκνομετρούσε | θα πυκνομετρεί | να πυκνομετρεί | ||
α' πληθ. | πυκνομετρούμε | πυκνομετρούσαμε | θα πυκνομετρούμε | να πυκνομετρούμε | ||
β' πληθ. | πυκνομετρείτε | πυκνομετρούσατε | θα πυκνομετρείτε | να πυκνομετρείτε | πυκνομετρείτε | |
γ' πληθ. | πυκνομετρούν(ε) | πυκνομετρούσαν(ε) | θα πυκνομετρούν(ε) | να πυκνομετρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πυκνομέτρησα | θα πυκνομετρήσω | να πυκνομετρήσω | πυκνομετρήσει | ||
β' ενικ. | πυκνομέτρησες | θα πυκνομετρήσεις | να πυκνομετρήσεις | πυκνομέτρησε | ||
γ' ενικ. | πυκνομέτρησε | θα πυκνομετρήσει | να πυκνομετρήσει | |||
α' πληθ. | πυκνομετρήσαμε | θα πυκνομετρήσουμε | να πυκνομετρήσουμε | |||
β' πληθ. | πυκνομετρήσατε | θα πυκνομετρήσετε | να πυκνομετρήσετε | πυκνομετρήστε | ||
γ' πληθ. | πυκνομέτρησαν πυκνομετρήσαν(ε) |
θα πυκνομετρήσουν(ε) | να πυκνομετρήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πυκνομετρήσει | είχα πυκνομετρήσει | θα έχω πυκνομετρήσει | να έχω πυκνομετρήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πυκνομετρήσει | είχες πυκνομετρήσει | θα έχεις πυκνομετρήσει | να έχεις πυκνομετρήσει | ||
γ' ενικ. | έχει πυκνομετρήσει | είχε πυκνομετρήσει | θα έχει πυκνομετρήσει | να έχει πυκνομετρήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πυκνομετρήσει | είχαμε πυκνομετρήσει | θα έχουμε πυκνομετρήσει | να έχουμε πυκνομετρήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πυκνομετρήσει | είχατε πυκνομετρήσει | θα έχετε πυκνομετρήσει | να έχετε πυκνομετρήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πυκνομετρήσει | είχαν πυκνομετρήσει | θα έχουν πυκνομετρήσει | να έχουν πυκνομετρήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυκνομετρώ
|