πυρέξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πυρέξ < αγγλική Pyrex (σήμα κατατεθέν της Corning Glasswear Factory το 1915) < ίσως από το πρόθεμα pyro- / pyr- (< αρχαία ελληνική πῦρ) + κατάληξη (προϊόντων της εταιρείας) -ex,[1] ενδεχομένως από την αρχική πρόθεση να συνδυαστεί η λέξη pie (πίτα, διότι τα πρώτα σκεύη πυρέξ που κατασκευάστηκαν προοριζόταν για πίτες) με την κατάληξη -ex και με προσθήκη του r ενδιάμεσα χάριν ευφωνίας[2]
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πυρέξ ουδέτερο άκλιτο
- ειδικό γυαλί με μικρότερο συντελεστή διαστολής από το κανονικό γυαλί και μεγαλύτερη αντοχή στις υψηλές θερμοκρασίες (πυρίμαχο) καθώς και το
- (κουζινικά) σκεύος που φτιάχνεται από τέτοιο γυαλί
Παράγωγα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Liz Logan, «How Pyrex Reinvented Glass For a New Age», Smithsonian Magazine (5 Ιουνίου 2015)· πρόσβαση: 2022-06-03.
- ↑ Σύμφωνα με ισχυρισμό ενός στελέχους της εταιρείας, που παρουσίασε ο Mitford M. Mathews στο περιοδικό American Speech 32,4 (Δεκέμβριος 1957), σσ. 289-290 («Of Matters Lexicographical»).
Κατηγορίες:
- Λέξεις από επωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κουζινικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)