πυρίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πυρίτης οι πυρίτες
      γενική του πυρίτη των πυριτών
    αιτιατική τον πυρίτη τους πυρίτες
     κλητική πυρίτη πυρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σιδηροπυρίτης
μεγάλοι κρύσταλλοι πυρίτη από το Περού

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πυρίτης < αρχαία ελληνική πυρίτης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πυρίτης αρσενικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πυρίτης < πῦρ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πυρίτης (γεν. τού πυρίτου)

  1. το ορυκτό χαλκοπυρίτης, ο πυριτόλιθος
  2. εκείνος που καταγίνεται με τη φωτιά, ο σιδηρουργός

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]