πυρετώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πυρετώδης < αρχαία ελληνική πυρετώδης
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pi.ɾeˈto.ðis/ αρσενικό ή θηλυκό
- ΔΦΑ : /pi.ɾeˈto.ðes/ ουδέτερο
Επίθετο
[επεξεργασία]πυρετώδης
- (ιατρική) που σχετίζεται με τον πυρετό ή που προκαλεί πυρετό
- που βρίσκεται σε κατάσταση πυρετού
- που μοιάζει με φλεγμονή ή προακαλείται από φλεγμονή
- (μεταφορικά) που πραγματοποιείται με πολύ ζήλο και μεγάλη δραστηριότητα ή που εκφράζεται με μεγάλη ένταση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πυρετώδης
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]πυρετώδης