πυρογράφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πυρογράφος οι πυρογράφοι
      γενική του πυρογράφου των πυρογράφων
    αιτιατική τον πυρογράφο τους πυρογράφους
     κλητική πυρογράφε πυρογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πυρογράφος < πυρογραφία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)
  1. μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pyrograveur ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pyrographer
  2. μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pyrograph

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πυρογράφος αρσενικό

  1. (τέχνη) καλλιτέχνης που δημιουργεί με την τεχνική της πυρογραφίας
  2. (τέχνη) όργανο που χρησιμοποιειπται στην τεχνική της πυρογραφίας

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]