πυροηλεκτρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυροηλεκτρισμός < πυρο- + ηλεκτρισμός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pyroelectricity)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πυροηλεκτρισμός αρσενικό
- (φυσική) η δημιουργία ηλεκτρικού φορτίου ως αποτέλεσμα μεταβολής της θερμοκρασίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πυροηλεκτρικός
- → δείτε τις λέξεις πυρ, ηλεκτρισμός και ήλεκτρο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- pyroelectricity στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυροηλεκτρισμός
Πηγές[επεξεργασία]
- πυροηλεκτρισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πυροηλεκτρισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πυρο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)