πυροηλεκτρισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πυροηλεκτρισμός οι πυροηλεκτρισμοί
      γενική του πυροηλεκτρισμού των πυροηλεκτρισμών
    αιτιατική τον πυροηλεκτρισμό τους πυροηλεκτρισμούς
     κλητική πυροηλεκτρισμέ πυροηλεκτρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυροηλεκτρισμός < πυρο- + ηλεκτρισμός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pyroelectricity)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πυροηλεκτρισμός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]