πωλήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]πωλήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πωλώ
- θα πωλήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πωλώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]πωλήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πώληση