πωλητήριον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πωλητήριον τὰ πωλητήρι
      γενική τοῦ πωλητηρίου τῶν πωλητηρίων
      δοτική τῷ πωλητηρί τοῖς πωλητηρίοις
    αιτιατική τὸ πωλητήριον τὰ πωλητήρι
     κλητική ! πωλητήριον πωλητήρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πωλητηρίω
γεν-δοτ τοῖν  πωλητηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πωλητήριον < πωλη(τής) + -τήριον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πωλητήριον, -ου ουδέτερο

  1. πωλητήριο, τόπος πώλησης ή δημοπρασίας
  2. το επάγγελμα του πωλητή

Συγγενικά

[επεξεργασία]