πωλούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πωλούμαι (μέση-παθητική φωνή του ρήματος πωλώ)

πωλούμαι

  1. επί αντικειμένων, διατίθεμαι για αγορά
    το τραπέζι πωλείται μαζί με τις καρέκλες
  2. επί προσώπων διαθέτω ο ίδιος τον εαυτό μου ή με διαθέτουν άλλοι προς χρήση σαν αντικείμενο
    χιλιάδες Αφρικανοί πουλήθηκαν στο δουλεμπόριο
  3. (μεταφορικά) επί προσώπων εξαγοράζομαι
  4. επί αφηρημένων ιδεών, προδίδομαι
    ο αγώνας πουλήθηκε


Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]