πωλούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πωλούμαι (μέση-παθητική φωνή του ρήματος πωλώ)
Ρήμα
[επεξεργασία]πωλούμαι
- επί αντικειμένων, διατίθεμαι για αγορά
- το τραπέζι πωλείται μαζί με τις καρέκλες
- επί προσώπων διαθέτω ο ίδιος τον εαυτό μου ή με διαθέτουν άλλοι προς χρήση σαν αντικείμενο
- χιλιάδες Αφρικανοί πουλήθηκαν στο δουλεμπόριο
- (μεταφορικά) επί προσώπων εξαγοράζομαι
- επί αφηρημένων ιδεών, προδίδομαι
- ο αγώνας πουλήθηκε
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πωλούμαι
|