πώποτε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πώποτε < πω + ποτέ

Επίρρημα

[επεξεργασία]

πώποτε

Παράγωγα

[επεξεργασία]

για άρνηση:

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

νέα ελληνικά: