ρέμπελος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ρέμπελος | η | ρέμπελη | το | ρέμπελο |
γενική | του | ρέμπελου | της | ρέμπελης | του | ρέμπελου |
αιτιατική | τον | ρέμπελο | τη | ρέμπελη | το | ρέμπελο |
κλητική | ρέμπελε | ρέμπελη | ρέμπελο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ρέμπελοι | οι | ρέμπελες | τα | ρέμπελα |
γενική | των | ρέμπελων | των | ρέμπελων | των | ρέμπελων |
αιτιατική | τους | ρέμπελους | τις | ρέμπελες | τα | ρέμπελα |
κλητική | ρέμπελοι | ρέμπελες | ρέμπελα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρέμπελος < ρεμπελ(εύω) + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)
Επίθετο[επεξεργασία]
ρέμπελος, -η, -ο
- (παρωχημένο) επαναστάτης
- που δεν κάνει τίποτε άλλο από το να ρεμπελεύει, τεμπέλης, ανεπρόκοπος
- που ταιριάζει σε έναν τέτοιο άνθρωπο, τεμπέλικος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρέμπελος
|