ρέπι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρέπι | τα | ρέπια |
γενική | του | ρεπιού | των | ρεπιών |
αιτιατική | το | ρέπι | τα | ρέπια |
κλητική | ρέπι | ρέπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρέπι < ερείπιο, → και δείτε τη λέξη ρείπιος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρέπι ουδέτερο
- (παρωχημένο, ιδιωματικό) ερείπιο, χάλασμα
- ※ Ἀπ’ τὰ εἴδωλά τους δὲ θὰ μείνῃ ρέπι (στίχος από το ποίημα του Λορέντζου Μαβίλη «Περί στεφάνου»)
- ※ Στὰ ρέπια, στὰ χαλάσματα ἡ κουκουβάγια σκούζει (στίχος από το ποίημα του Κώστα Κρυστάλλη «Το ηλιοβασίλεμα»)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- κυρίως με λογοτεχνική χρήση
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Ρέπι (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρέπι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)