ραφιγραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ραφιγραφία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ραφιγραφία θηλυκό
- γραφή που χρησιμοποιεί ανάγλυφα στοιχεία, ειδική για τυφλούς, γραφή Μπράιγ ή κώδικας Μπράιγ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ραφιγραφία
|