ραφτικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

ραφτικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ραφτικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ραφτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • τα εργατικά για το ράψιμο ή τη μεταποίηση ρούχου

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ραφτικά