ραφτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]ραφτικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ραφτικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ραφτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα εργατικά για το ράψιμο ή τη μεταποίηση ρούχου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ραφτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ραφτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ραφτικό