ρεκόρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ρεκόρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική record < αγγλική record [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɾeˈkoɾ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ρεκόρ ουδέτερο άκλιτο

  1. η επίδοση ενός αθλητή ή μιας ομάδας η οποία, εφόσον έχει καταγραφεί επίσημα, ξεπερνά τις προηγούμενες επιδόσεις στο ίδιο άθλημα
  2. η υψηλότερη επίδοση μιας τιμής που καταρρίπτει όλες τις προηγούμενες

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • κατέχω το ρεκόρ : έχω σημειώσει την καλύτερη μέχρι τώρα επίδοση
  • σπάω ένα ρεκόρ : καταρρίπτω προηγούμενες επιδόσεις

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]