ρηγόπουλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρηγόπουλο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρηγόπουλο ουδέτερο
- ο γιος του ρήγα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρηγόπουλο
→ δείτε τη λέξη βασιλόπουλο |